τάσσομαι

τάσσομαι
τάσσομαι, τάχθηκα και τάχτηκα, ταγμένος βλ. πίν. 28
——————
Σημειώσεις:
τάσσομαι : η λόγια μτχ. τεταγμένος χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (η τεταγμένη).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τάσσομαι — τάσσω draw up in order of battle pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • αντιπαρίσταμαι — ἀντιπαρίσταμαι (AM) τάσσομαι αντιμέτωπος, αντικρούω …   Dictionary of Greek

  • αττικίζω — (AM ἀττικίζω) [αττικός] μιλώ ή γράφω στην αττική διάλεκτο, μιμούμαι την αττική διάλεκτο αρχ. παίρνω το μέρος των Αθηναίων, τάσσομαι με τους Αθηναίους …   Dictionary of Greek

  • επιδιατάσσομαι — ἐπιδιατάσσομαι (Α) προσθέτω κάτι στη διαθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τάσσομαι «παραγγέλλω, δίνω εντολή»] …   Dictionary of Greek

  • εταιρίζω — ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) [εταίρος] 1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἑταιρίζομαι εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

  • σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος …   Dictionary of Greek

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”